- ορυκτογνώστης
- οαυτός που ασχολείται συστηματικά με την ορυκτογνωσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορυκτό + γνώστης (< γιγνώσκω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γνώστης — ο (AM γνώστης) 1. αυτός που γνωρίζει καλά κάτι 2. έμπειρος, συνετός 3. προφήτης, μάντης αρχ. γνωστήρ, εγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γιγνώσκω. ΠΑΡ. γνωστεύω, γνωστικός. ΣΥΝΘ. αναγνώστης, καρδιογνώστης, προγνώστης, φιλαναγνώστης αρχ. διαγνώστης,… … Dictionary of Greek
ορυκτογνωστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορυκτογνωσία ή στον ορυκτογνώστη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορυκτογνώστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στο περιοδικό Αθήναιον] … Dictionary of Greek